O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Οι γκραμσιανές αντινομίες ως προς την κατάληψη της εξουσίας

6. Οι γκραμσιανές αντινομίες ως προς την κατάληψη της εξουσίας:
Ο πόλεμος θέσεων, o μετασχηματισμός, η αντιηγεμονία.
Είναι ο Γκράμσι συνεχιστής του Κάουτσκυ;
6.1. O Γκράμσι του Τολιάτι

Ήταν ο Γκράμσι ένας μαθητής του πρώιμου Κάουτσκυ; Ήταν ένας πρόδρομος του ευρωκομμουνισμού και ο δάσκαλος του Τολιάτι;
Αυτήν την εκδοχή μας παρέδωσε ως «γενέθλιο μύθο» της στρατηγικής του το Ιταλικό Κ.Κ. και ιδίως οι διάδοχοι του Γκράμσι στην ηγεσία του, Π. Τολιάτι, Λ. Λόνγκο και Ε. Μπερλίνγκουερ.40 Ο τολιατισμός, η ειδική εκείνη στρατηγική ένταξης του Ι.Κ.Κ. στους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς και της προετοιμασίας του ευρωκομμουνιστικού διαβήματος, νομιμοποιήθηκε μέσα από μια ορισμένη ανάγνωση της έννοιας της «ηγεμονίας» του Γκράμσι. Χωρίς τη χρήση του Γκράμσι ο τολιατισμός ίσως να ήταν αδύνατος.
Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, το Ενιαίο και το Λαϊκό Μέτωπο θεματοποιούνται στη σκέψη του Ιταλού θεωρητικού επί τη βάσει της πραγματικής κριτικής του στον σεχταρισμό του συνθήματος «τάξη εναντίον τάξης» και του «σοσιαλφασισμού» (1928-1934) (και προγενέστερα στον σεχταρισμό του Αμαντέο Μπορντίγκα, 1922-1926).41
Ένα σημείο όπου συγκλίνουν ο κομμουνιστικός μετωπισμός, ο δεξιός ευρωκομμουνισμός και η αριστερή σοσιαλδημοκρατία42 είναι η σύλληψη της ηγεμονίας ως αποσπασμένης από το κράτος. Αν το κράτος, ως διοικητικός μηχανισμός εκτελεί καθήκοντα σχετικά ουδέτερης αναπαραγωγής της αστικής κοινωνίας, καθήκοντα κατά βάση τεχνικά, συγκροτώντας έτσι την «πολιτική κοινωνία», τότε πού εκδηλώνεται η ταξική κυριαρχία; Αυτή, κατά τον τολιατισμό, συμπυκνώνεται στην «κοινωνία των πολιτών» (γκραμσιανή εξέλιξη της έννοιας της «ιδιωτικής αστικής κοινωνίας», κυρίως από το «Εβραϊκό Ζήτημα» του Κ. Μαρξ). Η «κοινωνία των πολιτών» συντίθεται από τις ιδιωτικές ενώσεις και οργανώσεις, οι οποίες σχηματίζουν την «κοινή γνώμη» (την Öffentlichkeit του Habermas) και αντανακλώνται τελικά στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς δύναμης. Οι αστοί ηγεμονεύουν αρχικά στην «κοινωνία των πολιτών» χάριν και του βάρους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων (σταδιακά και των ανερχόμενων ΜΜΕ) και πετυχαίνουν έτσι να ποδηγετήσουν το (διοικητικό) κράτος. Η αντιστροφή της ηγεμονίας, η κατάκτηση μιας αντι-ηγεμονίας ήδη ακόμη στα αστικά πλαίσια θα μας επιτρέψει να ελέγξουμε την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό χωρίς να χρειαστεί κάποια «ρήξη», αλλά και χωρίς να αποδιαρθρώσουμε τον χρήσιμο για μας κρατικό μηχανισμό. Έτσι ανοίγει μια «μακρά πορεία» ειρηνικής και δημοκρατικής μετάβασης (κατάλληλης για τη Δύση).
Η στρατηγική αυτή νομιμοποίησε την κατάκτηση θέσεων από το Ιταλικό Κ.Κ. σε τοπικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο επί δεκαετίες, τη διαμόρφωσή του σε «κόμμα αγώνα και διακυβέρνησης» και τον προσανατολισμό ενός όντως γιγάντιου μαζικού κινήματος στη «διεύρυνση των δημοκρατικών και αντιπροσωπευτικών θεσμών». Παρά το ότι το Ι.Κ.Κ. διατηρεί ως το 1981 (οπότε διαπιστώνει την «εξάντληση του Οκτώβρη» λόγω της Πολωνικής κρίσης) τη θεωρητική έννοια της «Δικτατορίας του Προλεταριάτου», την εννοεί ως μια ολοκλήρωση της μακράς στρατηγικής κοινοβουλευτικής κατάκτησης της ηγεμονίας και δι’ αυτής της κυριαρχίας. Ιδίως η επιμονή στην υπεράσπιση των αστικών ελευθεριών, σε αντίθεση με τη σοβιετική εμπειρία (καθ’ εαυτήν θετική) χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει τη σχέση συνέχειας και όχι ρήξης με την αστική δημοκρατία. Η διάσπαση του «Μανιφέστο» το 1969 έρχεται να δηλώσει την ιστορική απροθυμία του Ι.Κ.Κ. να αμφισβητήσει in toto τη δομή του αντιπροσωπευτικού κράτους.43 Όταν πάλι ο Ν. Μπόμπιο θέτει το 1977 το ερώτημα αν υπάρχει εναλλακτική λύση στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, διαπιστώνει περισσότερη συμφωνία παρά διαφωνία από το κόμμα αυτό.
Είναι, όμως, αυτή η θέση περί «συνέχειας» όντως συμβατή με τη σκέψη του Γκράμσι; Αν αυτό γίνει δεκτό, η απόσταση μεταξύ Γκράμσι και πρώιμου Κάουτσκυ ελαχιστοποιείται, παρά το γεγονός ότι οι Ιταλοί κομμουνιστές λόγω του συμβολισμού του Κάουτσκυ στην πολεμική του με τον Λένιν («αποστάτης») απέφυγαν αυτόν τον παραλληλισμό.

6.2. Ο Γκράμσι του «Πολέμου Θέσεων»

«Τα εποικοδομήματα της κοινωνίας των πολιτών είναι σαν το σύστημα των χαρακωμάτων στο σύγχρονο πόλεμο. Όπως συνέβαινε σ’ αυτόν ώστε μια λυσσώδης βολή πυροβολικού να μοιάζει ότι έχει καταστρέψει όλο το αντίπαλο αμυντικό σύστημα, αλλά του είχε καταστρέψει μόνο την εξωτερική επιφάνεια, και τη στιγμή της επίθεσης και της προέλασης οι επιτιθέμενοι βρίσκονταν μπροστά σε μιαν αμυντική γραμμή που ήταν ακόμη σε ενέργεια, έτσι συμβαίνει στην πολιτική κατά τη διάρκεια των μεγάλων οικονομικών κρίσεων. Ούτε τα τμήματα εφόδου εξαιτίας της κρίσης οργανώνονται κεραυνοβόλα στο χώρο και το χρόνο, ούτε ακόμη λιγότερο αποκτούν επιθετικό πνεύμα. Αντίστοιχα, αυτοί που δέχονται την επίθεση ούτε αποθαρρύνονται ούτε εγκαταλείπουν την άμυνα, έστω και μέσα στα ερείπια, ούτε χάνουν την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και το μέλλον τους. Τα πράγματα δε μένουν ακριβώς όπως ήταν, αλλά είναι σίγουρο ότι ελαττώνεται το στοιχείο της ταχύτητας, του εσπευσμένου χρόνου, της τελειωτικής προέλασης, όπως θα περίμεναν οι στρατηγοί του πολιτικού καρντονισμού» (Γκράμσι «Για τον Μακιαβέλη», όπ.π. σ. 125).

Το τοπολογικό / στρατιωτικό σχήμα του «Πολέμου Θέσεων» και του «Πολέμου Ελιγμών» στα Τετράδια της Φυλακής (το τμήμα τους με τον τίτλο «Για τον Μακιαβέλι») είναι ένα σχήμα που θεμελιώνει τη διαφορά στη στρατηγικής του εργατικού κινήματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Στην Ανατολή, όπου η κοινωνία των πολιτών ήταν υπανάπτυκτη και ζελατινώδης και τα οχυρωματικά έργα πριν από το φρούριο της αστικής εξουσίας υποτυπώδη, η μόνη δυνατή στρατηγική ήταν ο «πόλεμος ελιγμών», η «επίθεση του Οκτώβρη». Στη Δύση, όπου έχει αναπτυχθεί μια ισχυρή και μη εύκολα διαπερατή «κοινωνία των πολιτών», η εναλλακτική λύση είναι ο «πόλεμος θέσεων», η φθορά αλά Κάουτσκυ του αντιπάλου, η σταδιακή υπερνίκηση των εμποδίων.
Κατ’ αρχήν, αν η θεώρηση του Γκράμσι εξαντλούνταν σε αυτό το σχήμα, και μάλιστα ερμηνευμένο ως αποκλειστικότητα του «πολέμου θέσεων», ο Γκράμσι θα τοποθετούνταν δεξιότερα του «Δρόμου προς την Εξουσία». Είδαμε ότι η «φθορά» (Ermattung) και η συγκέντρωση δυνάμεων είναι η πεμπτουσία του καουτσκισμού το 1909. Πλην όμως, ο Κάουτσκυ θεωρεί ότι στην τελική φάση είναι ενδεχόμενος ο επαναστατικός πόλεμος κινήσεων (η “Generalstreik”) υπονοώντας ότι η κατάκτηση της ηγεμονίας μπορεί να σκοντάψει στα υλικά εμπόδια που θα θέσει ο ελεγχόμενος από την αντίδραση κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους.
Η ανάγνωση των περίφημων 12 σελίδων του Για τον Μακιαβέλι (σσ. 116-128 της ελληνικής έκδοσης) δεν δικαιολογεί καθόλου το τολιατικό/ μετωπικό συμπέρασμα. Για τον Γκράμσι, η εναλλαγή του «Πολέμου Θέσεων» με τον «Πόλεμο Ελιγμών ή Κινήσεων» στο στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο δεν είναι απλώς πιθανή αλλά δεδομένη. Η λειτουργικότητα του «πολέμου θέσεων» εισάγεται στις αντιπαραθέσεις εκείνες όπου οι αντίπαλοι διαθέτουν αμοιβαία μεγάλη αριθμητική δύναμη αλλά και ισχυρό εφοδιασμό/επικοινωνίες (logistics), ώστε να μην μπορούν να
επιτύχουν γρήγορη νίκη με μια σαρωτική επιθετική κίνηση (σαν αυτήν που επιχείρησαν οι Γερμανοί υπό τον φον Κλουκ στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατέληξε στην ήττα του Μάρνη το 1914 και τη γενίκευση του «πολέμου χαρακωμάτων»). Η στρατηγική του «πολέμου θέσεων» εξαντλεί τελικά τον ένα από τους δυο αντιπάλους και προετοιμάζει τον αποτελεσματικό και νικηφόρο «ελιγμό», όπως συνέβη και με την τελική επίθεση των Συμμάχων στο Δυτικό Μέτωπο το 1918.
Ο «παρατεταμένος πόλεμος» δεν αποφεύγει την τελική επίθεση (η ίδια άποψη εμφανίζεται αργότερα και στις αναλύσεις του Μάο), αλλά καθιστά δυνατό να γίνει αυτή υπό ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων. Ο Γκράμσι δείχνει ότι τόσο στους αποικιακούς πολέμους (Ινδία, βλ. σσ. 116-117) όπως και στον Α΄ ΠΠ (σ. 118) είχαμε μια εναλλαγή «θέσεων» και «ελιγμών» και ότι μια βασική στρατηγική αρετή είναι όχι να αποφύγεις εν γένει την «κίνηση», αλλά να μην ξεγελαστείς να την επιχειρήσεις πρόωρα και μειοψηφικά (εδώ υιοθετεί και την κριτική του Λένιν στον γερμανικό «πραξικοπηματισμό» του 1920-1921). Μάλιστα, η εκτενής ενασχόληση του Γκράμσι με τα στρατιωτικά ζητήματα αποδεικνύει ότι ο Γκράμσι του 1930 καθόλου δεν έχει εγκαταλείψει την προοπτική της «ρήξης» στη Δύση και μάλιστα με συνδυασμό πολιτικών και στρατιωτικών μέσων (τουλάχιστον για την περίοδο πριν από τον Β΄ ΠΠ η εμπειρία θα τον επιβεβαίωνε με την ανάδυση της ισπανικής επανάστασης). Η αναφορά στους «καταδρομείς», τις ειδικές δυνάμεις και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις – μ’ όλο που η φασιστική λογοκρισία του επιβάλλει «κώδικες» – υποδηλώνει τη διατήρηση της σημασίας των ειδικών στρατιωτικών μηχανισμών που ακόμη τότε διατηρούν τα Κ.Κ. εν όψει της κατάληψης της εξουσίας ή της άμυνας κατά του φασισμού (στη Γερμανία υπήρχε ειδικός Militärapparat υπό τον Kieppenberger, ο οποίος οργάνωνε και πράξεις ατομικής βίας σε περιόδους κρίσεων). Υποδηλώνει, ακόμη, την ιδιαίτερη σημασία της κατασταλτικής όψης του αστικού κράτους, που δεν μπορεί να παρακαμφθεί τελείως από τον πόλεμο «θέσεων».
Ακόμη παραπάνω: η θέση του Γκράμσι για τη συντελούμενη το 1930 «παθητική επανάσταση» και τον tranformismo επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη απαισιοδοξία του απέναντι στη λογική της εύκολης «αντι-ηγεμονίας» και της «στρατηγικής αισιοδοξίας» για την ανατροπή των εκλογικών συσχετισμών, όπως αυτές πήγασαν από τη Β΄ Διεθνή. Η δυνατότητα του αστισμού να οργανώσει μια ηγεμονική συμμαχία με μικροαστικά, αγροτικά αλλά και ορισμένα εργατικά στρώματα δείχνει, α) ότι η οικονομική κρίση δεν οδηγεί αυτόματα στην πολιτική κρίση (αντίθετα προς την ανάγνωση της Β΄ και της ύστερης Γ’ Διεθνούς για τις κρίσεις) και β) ότι ο εξελικτικισμός έχει «πήλινα πόδια».
Με τις παραπάνω έννοιες, μπορεί μεν να γίνει δεκτό ότι η εισαγωγή του «πολέμου θέσεων» συγκροτεί μια σχετικά διαφορετική στρατηγική στη Δύση από τον Οκτώβρη, όμως αυτή η στρατηγική δεν φαίνεται να είναι και ρεφορμιστική-σταδιακή στρατηγική. Είναι, αντίθετα, όπως το κατανόησε ο Ν. Πουλαντζάς ιδίως στην πρώτη φάση του έργου του, η διαμόρφωση ενός «δυτικού λενινισμού», ενός εμπλουτισμού του Οκτώβρη, ριζικά διαφορετικού από τον «ειρηνικό-κοινοβουλευτικό δρόμο».

6.3. Ο Γκράμσι της αντι-ηγεμονίας

Όπως δείχνει εύστοχα ο Π. Αντερσον (στο προαναφερόμενο έργο του σσ. 28-63), η διάκριση μεταξύ «κοινωνίας των πολιτών» και «πολιτικής κοινωνίας» στον Γκράμσι δεν οδηγεί αναγκαστικά στη λύση ότι η «κοινωνία των πολιτών» κείται κατά κανόνα εκτός του αστικού κράτους. Είτε δεχθούμε την ερμηνεία του Άντερσον κατά την οποία ένα τμήμα της «κοινωνίας των πολιτών» εντάσσεται στο κράτος και ένα άλλο όχι, είτε την ερμηνεία του Λ. Αλτουσέρ,44 κατά την οποία η γκραμσιανή «κοινωνία των πολιτών» υπό την έννοια του πλέγματος των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους (ΙΜΚ) εντάσσεται σε μια διευρυμένη έννοια του αστικού κράτους, κατανοούμε το εύθραυστο μιας ανάγνωσης που θεωρεί την «κοινωνία των πολιτών» ως ένα ευχερώς μεταβαλλόμενο πεδίο εξουσίας, ένα πεδίο όπου αρχικά το κεφάλαιο κυριαρχεί, αλλά σταδιακά κάθε δύναμη κερδίζει όση εξουσία χάνει η αντίπαλή της (εξουσία ως μηδενικό άθροισμα).
Παρά το ότι αρκετά αντιφατικά σημεία του Γκράμσι (και σε άλλα έργα του όπως Οι Διανοούμενοι ή Ο Νέος Ηγεμών) προσανατολίζουν προς την αίσθηση ότι η αντι-ηγεμονία του προλεταριάτου μπορεί να ολοκληρωθεί προτού κατακτηθεί από αυτό η πολιτική εξουσία,45 σε συνδυασμό και με την παρουσία μιας έντονα ιστορικίστικης σύλληψης της εργατικής τάξης ως «ιστορικού απελευθερωτή», η έστω έμμεση αλλά σαφής εκτίμηση του Γκράμσι για την ενότητα της αστικής πολιτικής εξουσίας και για την τεράστια σημασία του καταναγκασμού στην ίδια την οργάνωση της συναίνεσης οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα: Ενώ η πάλη για την ηγεμονία μπορεί να αμφισβητήσει σε βάθος τις κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας σε όλα τα επίπεδα (παραγωγή, ιδεολογία, κοινωνική ηθική και προσωπικές σχέσεις, εξουσία εντός των ΙΜΚ, εδώ η ανάλυση του Γκράμσι 30 χρόνια πριν από τους Αλτουσέρ και Μπετελέμ πηγαίνει πολύ βαθύτερα από τον «διοικητικό μηχανισμό» της Β΄ Διεθνούς), η ίδια η τάση αντι-ηγεμονίας παραμένει ημιτελής και μπορεί να ανασχεθεί όσο ο αντίπαλος «κατέχει» ένα ενιαίο πλέγμα κατασταλτικής, ιδεολογικής και διαπλαστικής/συντακτικής εξουσίας.46 Η θέση αυτή υπάρχει στον Γκράμσι σε ατελή ακόμη μορφή και ολοκληρώνεται στο έργο των Αλτουσέρ και Πουλαντζά. Σαφώς, όμως, ο Γκράμσι φαίνεται να κατανοεί ότι οι σφαίρες της καταστολής και της συναίνεσης δεν είναι αποσπασμένες μεταξύ τους αλλά διαμορφώνουν μια ενιαία σχέση εξουσίας (με δυνατότητα μετάθεσης του κέντρου της ανάλογα με τη συγκυρία της ταξικής πάλης) και ακριβώς γι’ αυτό η αντι-ηγεμονία δεν σημαίνει τη σταδιακή απόσπαση τμημάτων εξουσίας από τον αντίπαλο μέχρις ότου «το ταμείο του μείνει άδειο». Φαίνεται ακόμη να καταλαβαίνει (ιδίως στην επεξεργασία του για την «παθητική επανάσταση») ότι η αστική δεσπόζουσα στο πεδίο της «κοινωνίας των πολιτών» επιδέχεται επιμέρους αμφισβητήσεις και ανατροπές χάρη στην παρουσία και δράση των εργατικών τάξεων εντός αυτής, όχι, όμως, τη συνολική της ανατροπή, όσο ακόμη η αστική εξουσία επιβιώνει. Με τη σημερινή εμπειρία του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» θα προσθέταμε ότι αντιστέκεται μανιωδώς ακόμη και μετά την (ασταθή ακόμη) κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

6.4. Ο Γκράμσι του Ενιαίου Μετώπου στη δεκαετία του 1930
Με τον Τρότσκυ ή με το Λαικό Μέτωπο;

Η θέση του Γκράμσι σχετικά με την ηγεμονία και την πολιτικοϊδεολογική ενοποίηση του «έθνους» υπό ταξική διεύθυνση συνδέεται άμεσα με την «επιστροφή» του στο Ενιαίο Μέτωπο του 192247 και ιδίως υπό το πρίσμα της καταπολέμησης του φασισμού στην Ευρώπη.
Η δύναμη του κεφαλαίου στην «κοινωνία των πολιτών» συντελεί καθοριστικά στη σύμπηξη ενός συνασπισμού τάξεων και μερίδων γύρω του και στην αποδυνάμωση του λαϊκού κοινωνικού συνασπισμού.48 Εξ ου και η ασυνεχής και μη γραμμική μορφή της επαναστατικής διαδικασίας στον καπιταλισμό. Από αυτήν την άποψη, η επεξεργασία της αντι-ηγεμονίας από το επαναστατικό κόμμα δεν πρέπει να κατατείνει στην αυτοεπιβεβαίωσή του (όπως τα Κ.Κ. της «Τρίτης Περιόδου» αλλά, θα προσθέταμε, και το Κ.Κ.Ε. σήμερα στην Ελλάδα) αλλά στη δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου/ συμμαχίας που καθοδηγεί τους αγώνες και συντείνει στην αποδυνάμωση του συνασπισμού εξουσίας. Με αυτήν την έννοια ο Γκράμσι επιστρέφει το 1930 στη γραμμή του 1922 και φαίνεται να συναντά – χωρίς να το ξέρει – τον παράλληλο τότε προβληματισμό του Τρότσκυ για την Αριστερά στη Γερμανία εν όψει της ανόδου του ναζισμού.49 Η λογική του Γκράμσι είναι μια αμυντική συμμαχία υπό προλεταριακή ηγεμονία. Παρά το ότι ο Γκράμσι δεν προφταίνει να αναλύσει την εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου, είναι αμφίβολο αν θα το κατανοούσε ως μια διευρυμένη μορφή του Ενιαίου Μετώπου: το πρόγραμμα του 1922 δεν ταυτίζεται ούτε με την «υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας» ούτε με την αναζωογόνηση της «εθνικής άμυνας» (παρά τη σχετική συμπάθεια του Γκράμσι προς μια αριστερή οικειοποίηση του «Έθνους», ο Γκράμσι είχε ταχθεί φανατικά κατά της συμμετοχής της Ιταλίας στον Α΄ ΠΠ) ούτε πολύ περισσότερο μεταθέτει τη σοσιαλιστική προοπτική στο αόρατο μέλλον, όπως στην πράξη έκανε ο μετωπισμός.

6.5. Ο «λενινιστής» Γκράμσι και ο «γκραμσιανός» Λένιν ως αντίπαλοι του Κάουτσκυ εντός του δυτικού μαρξισμού. Η Χιλή του Αλιέντε

Μια βασική διαφορά του Γκράμσι των Τετραδίων – παρά τις υπαρκτές και έντονες αντιφάσεις του50 – από τον εξελικτικισμό έγκειται στη σαφή προσέγγισή του στον όχι πάντοτε κυρίαρχο αλλά διαρκώς τελικά καθοριστικό ρόλο του αστικού μηχανισμού καταναγκασμού στην πολιτική ταξική πάλη.51 Ενώ στο πεδίο συμμαχιών της με σύμμαχες τάξεις και στρώματα η αστική τάξη προνομοποιεί τη διεύθυνση/ συναίνεση, στη σχέση με τις κυριαρχούμενες τάξεις στις μεν ομαλές περιόδους προνομοποιεί τη συναίνεση στις δε περιόδους κρίσεων προνομοποιεί την καταστολή.
Το παιχνίδι της ηγεμονίας παίζεται όχι επί «ίσοις όροις», αλλά πάντοτε με το άσσο του στρατού στο μανίκι της αστικής τάξης. Όταν οι εκπροσωπήσεις κλονίζονται,, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο αντίπαλος θα σεβαστεί τους «κανόνες του παιχνιδιού».
Όποιος δεν το έχει καταλάβει, ας ανατρέξει στην ιστορική εμπειρία της Ισπανίας του 1936, της Χιλής του 1973, της Αυστρίας του 1934 ή και της Ελλάδας του 1967.
Όπως συμπληρώνει ο Πουλαντζάς στο τελευταίο έργο του (και σε αντίφαση με το πολιτικό του συμπέρασμα), οι λαϊκές τάξεις διατηρούν μια απολύτως κυριαρχούμενη θέση εντός του Κρατικού Μηχανισμού Καταναγκασμού και δεν μπορούν να επηρεάσουν τους θεσμούς του κατά τον τρόπο που το κάνουν εντός των Ι.Μ.Κ. (Βεβαίως, σήμερα έχουν ενισχυθεί εκτός του στρατού και άλλες δυνατότητες «στραγγαλισμού» ενός κοινωνικού πειράματος, η οικονομική πίεση-περικύκλωση, η λειτουργία των ολοκληρώσεων και οι εντός αυτών οικονομικές και στρατηγικές σχέσεις κ.ο.κ.).
Από τη θέση περί του σε τελευταία ανάλυση καθοριστικού ρόλου της κρατικής καταστολής στο αστικό κράτος προκύπτουν δυο αλληλένδετα μεταξύ τους συμπεράσματα:

  • Ο καπιταλιστικός Μηχανισμός Καταναγκασμού δεν μπορεί να κατακτηθεί ή έστω να ουδετεροποιηθεί με μια στρατηγική «αντι-ηγεμονίας» ή διαρθρωτικών αλλαγών. Ενώ είναι σαφές ότι σε μια περίοδο ρήξεων χρειάζεται να ενταθεί μια ζύμωση της Αριστεράς εντός του στρατού για την αμφισβήτηση των μιλιταριστικών δομών και να κερδηθεί ένα μεγάλο μέρος των εφέδρων (πρόβλημα που οξύνεται σήμερα με την παγίωση του επαγγελματικού στρατού), ο σκληρός πυρήνας του μηχανισμού, η επαγγελματική στελέχωση και οι Ειδικές Δυνάμεις, ούτε μπορεί να πεισθεί ούτε να ουδετεροποιηθεί. Χρειάζεται, λοιπόν, μια στρατηγική «ρήξης μέσα στον μηχανισμό» και «δυαδικοποίησης», η οποία θα απομονώσει και εν τέλει θα διαλύσει τον σκληρό πυρήνα (ειρηνικά ή βίαια ανάλογα με τη συγκυρία). Τα ίδια ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τον μηχανισμό της Αστυνομίας, τις Ειδικές της Δυνάμεις κλπ. με πρόσθετες δυσκολίες λόγω του αυστηρά επαγγελματικού τους χαρακτήρα. Θυμίζουμε εδώ την απολύτως ουτοπική θέση του Σ. Καρίγιο (Ευρωκομουνισμός...», όπ.π. σσ. 74 επ.), σύμφωνα με την οποία οι αξιωματικοί είναι απλώς … εργαζόμενοι και η σοβαρή ενασχόληση της Αριστεράς με τα επαγγελματικά τους θέματα και τα «τεχνικά ζητήματα της εθνικής άμυνας» (!!!) θα τους δείξει το επιζήμιο του ΝΑΤΟ και του μιλιταρισμού και θα τους κερδίσει ακόμη και σε επίπεδο ηγεσίας για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Θυμίζουμε ακόμη και την ακλόνητη εμπιστοσύνη του ηρωικού Προέδρου Αλιέντε στο πρόσωπο του Πινοσέτ ως το τραγικό πρωινό της 11-9-1973 (ο οποίος Αλιέντε, παρεμπιπτόντως, ήταν μάλλον ο μόνος αριστερός ηγέτης των τελευταίων δεκαετιών που ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία κοινοβουλευτικά, πιστεύοντας ειλικρινά και με συνέπεια στη δυνατότητα μιας ειρηνικής μετάβασης στον σοσιαλισμό).

  • Ακριβώς επειδή μια μακρά στρατηγική αντι-ηγεμονίας στη Δύση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την κατάκτηση από τον λαϊκό κοινωνικό συνασπισμό της πολιτικής εξουσίας και τη μακροχρόνια επαναστατικοποίηση/ συντριβή των αστικών κρατικών μηχανισμών και σχέσεων (θέση που εμπλουτίσθηκε και από την πολύτιμη εμπειρία της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα), αλλά και επειδή η παρέμβαση στους θεσμούς και η μαζική διεκδίκηση της αντι-ηγεμονίας δεν ανατρέπουν πέρα από ένα σημείο ένα σημείο την αστική δεσπόζουσα εντός των κρατικών μηχανισμών, αλλά και ούτε αναγκαστικά παράγουν μόνιμα αποτελέσματα (μέχρις ότου τουλάχιστον συμπυκνωθούν σε μια ενότητα ρήξης και ανατροπής της αστικής εξουσίας), η λογική μιας σταδιακής, εξελικτικής και ειρηνικής (με την έννοια τουλάχιστον των μη ρήξεων) μετάβασης παραμένει και σήμερα ανέφικτη. Ακόμη περισσότερο, είναι δεδομένο ότι αυτές οι ρήξεις δεν θα είναι ίσης σημασίας, ομοιόμορφες και διηνεκείς (όπως πρέσβευε ο επίσημος ευρωκομμουνισμός) μέχρι τον «σοσιαλισμό», αλλά θα κλιμακωθούν σε μια περίοδο «τομής» (αποφασιστικών ρήξεων). Αυτή η θέση παραμένει σημαντική παρακαταθήκη του έργου των Λένιν και Γκράμσι και συνεπάγεται μια βασική εξωτερικότητα της Αριστεράς έναντι του αστικού κράτους.52

Η εξωτερικότητα δεν σημαίνει, όπως δείχθηκε,, τη μη παρέμβαση στους θεσμούς αλλά εκείνη την ειδική παρέμβαση και διεκδικητική δράση, η οποία αμφισβητεί τις πολύμορφες σχέσεις αστικής εξουσίας, αρνείται την ουδετερότητα του κράτους ως δήθεν «διοικητικού μηχανισμού» και του εμπορεύματος ως απόλυτης και διιστορικής οικονομικής μορφής, και κατατείνει στρατηγικά στην κατάργησή τους. Σημαίνει, τέλος, την απόρριψη της θέσης ότι η κοινοβουλευτική κατάκτηση του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας συνεπάγεται αυτόματα την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από τους εργαζόμενους και τους συμμάχους τους.



Το κείμενο αποτελεί μέρος άρθρου του Δημήτρη Μπελαντή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις, τ. 105 τον Οκτώβριο του 2008, με τίτλο: "ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ «ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ». ΌΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ"

Σημειώσεις:
40 Βλ. σε Λ. Γκρούπι, Η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι, Αθήνα 1977, Θεμέλιο, Ε. Μπερλίνγκουερ, Ο Ιστορικός Συμβιβασμός, Αθήνα 1975, Θεμέλιο.
41 Βλ. για την εσωκομματική πάλη του 1920-1926 Κ. Χόαρ-Τζ. Νοέλ Σμιθ, Για τον Γκράμσι, Αθήνα 1982, Στοχαστής.
42 Π. Άντερσον, Οι Αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, Αθήνα 1979, Μαρξιστική Συσπείρωση, σσ. 30 επ. («Αυταπάτες της Αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας»).
43 Il Manifesto-PDUP, 200 Θέσεις για τον Κομμουνισμό, Αθήνα 1976, Εξάντας.
44 Λ. Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους», σε Θέσεις, Αθήνα 1983, Θεμέλιο.
45 Έτσι και σε Μ. Χάρνεκερ, Βασικές έννοιες του Ιστορικού Υλισμού, Αθήνα 1980, Παπαζήσης.
46 Για το ότι η αστική εξουσία δεν εξαντλείται στο δίπολο συναίνεση/ καταναγκασμός αλλά διαθέτει και μια τρίτη «αναπαραγωγική/ διαπλαστική «διάσταση (την οποία ονομάζουμε «διαπλαστική/ συντακτική») βλ. και σε Ν. Πουλαντζά, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Εισαγωγή, Αθήνα 1984, Θεμέλιο.
47 Η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου και των «εργατο-αγροτικών κυβερνήσεων» εγκρίνεται από το 4ο Συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς (1922) κάτω από την πίεση των Λένιν και Τρότσκυ βάσει της εκτίμησης ότι ο καπιταλισμός έχει βγει από τη φάση επαναστατικής κρίσης 1917-1921 και έχει περάσει στην αντεπίθεση με τη μορφή του φασισμού, αντεπαναστατικών κυβερνήσεων όπως σε Ιταλία, Ουγγαρία, Γερμανία κ.α. Προτείνει την ενότητα των κομμουνιστών και σοσιαλιστών εργατών από τα κάτω, αλλά υπό προϋποθέσεις και από τα πάνω.
48 Σε ολοκληρωμένη μορφή σε Ν. Πουλαντζά, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τ. Β΄, Αθήνα 1975, Θεμέλιο.
49 Βλ. σε Π. Άντερσον όπ.π., σσ. 69 επ. και 83 επ. Βλ. και Λ. Τρότσκυ, Ο φασισμός και το εργατικό κίνημα στη Γερμανία, Αθήνα 2008 (επανέκδοση).
50 Ο Άντερσον επισημαίνει, παρά τη θέση του το 1977 υπέρ ενός «επαναστάτη Γκράμσι», ότι η τελική συνισταμένη τωνΤετραδίων παραμένει αμφίσημη, ασαφής και σκοτεινή, ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις.
51 Αναλυτικά σε Άντερσον όπ.π. σσ. 48-50. βλ. και σε L. Althusser, Philosophy of the Encounter, Verso 2006, σσ. 7 επ. (“Marx in his Limits”). Ο Αλτουσέρ επιβεβαιώνει τη θέση, α) ότι η καταστολή έχει εντός της αστικής εξουσίας τον τελικά καθοριστικόχαρακτήρα και β) ότι ο σκληρός πυρήνας «βίας» του αστικού κράτους δεν επιδέχεται μετασχηματισμού ή ελέγχου.
52 Βλ. και την παρέμβαση του Αλτουσέρ στο Συζήτηση για το κράτος, Αθήνα 1980, εκδ. Αγώνας Σε όμοια κατεύθυνση το πρόσφατο άρθρο του Γ. Μηλιού, «Η Αριστερά απέναντι στην αγορά και το κράτος. Σκέψεις για τη στρατηγική μετάβασης στον κομμουνισμό» Κόκκινο τ. 37/Μάρτιος 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου